- ανατοκισμός
- οη προσθήκη του τόκου στο κεφάλαιο και το τόκισμά του, η κεφαλαιοποίηση του τόκου: Ο ανατοκισμός είναι ευνοϊκός για τον καταθέτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανατοκισμός — ο η παραγωγή τόκου επί κεφαλαιοποιημένων τόκων … Dictionary of Greek
ανακεφαλαίωση — η (Α ἀνακεφαλαίωσις) [ἀνακεφαλαιοῡμαι], σύντομη επανάληψη των λόγων μου με τονισμό τών κύριων σημείων, περίληψη νεοελλ. ενσωμάτωση τών τόκων στο κεφάλαιο και ανατοκισμός τού νέου ποσού … Dictionary of Greek
τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την … Dictionary of Greek